- παραμυόκλονος
- οιατρ. ασθένεια που έχει ως κύριο σύμπτωμα εξωτερικές συσπάσεις τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paramyoclonus (< παρ[α]-* + μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + -κλόνος < κλονώ / κλονίζω)).
Dictionary of Greek. 2013.